- δηλοῦμαι
- δηλέομαιhurtpres ind mp 1st sg (attic epic doric)δηλόωmake visiblepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδήλητος — ἀδήλητος, ον (Α) [δηλοῦμαι, έομαι] ατραυμάτιστος, άθικτος, σώος, αβλαβής … Dictionary of Greek
διαδηλούμαι — διαδηλοῡμαι ( έομαι) (Α) [δηλούμαι] κατακόπτω, κατασπαράζω … Dictionary of Greek
θεοδήλητος — θεοδήλητος, ον (Α) αυτός που προέρχεται ως τιμωρία από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δήλητος (< δηλούμαι «καταστρέφω»), πρβλ. κεντρο δήλητος, ξιφο δήλητος] … Dictionary of Greek
κεντροδήλητος — κεντροδήλητος, ον (Α) αυτός που βασανίζει με κέντρο, με αιχμηρό βασανιστήριο όργανο («ὀδύναις κεντροδηλήτοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «όργανο βασανισμού» + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο δήλητος, ξιφο… … Dictionary of Greek
ξιφοδήλητος — ξιφοδήλητος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από ξίφος 2. αυτός που προέρχεται από ξίφος, που γίνεται με ξίφος («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» με θάνατο που επήλθε από ξίφος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω,… … Dictionary of Greek
πανδάλητος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. επίτριπτος*, αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα πάντα, βλαπτικότατος 2. (με παθ. σημ.) ο εντελώς κατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δάλητος (< δηλοῦμαι / έομαι «βλάπτω, επιφέρω βλάβη»), με βραχύ α για μετρικούς… … Dictionary of Greek
παντοδήλητος — ον, Μ αυτός που καταστρέφει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. α δήλητος, ξιφο δήλητος] … Dictionary of Greek
παραδηλώ — (I) έω, Μ παραβλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δηλῶ / δηλοῦμαι «πληγώνω, καταστρέφω»]. (II) όω, ΜΑ μσν. προαναγγέλλω, προλέγω αρχ. 1. δεικνύω, αποδεικνύω, καταδεικνύω, αποκαλύπτω, φανερώνω: i) με άμεσο τρόπο ii) με ψευδή προσχήματα, ψευδείς… … Dictionary of Greek
προσδηλούμαι — έομαι, Α αφανίζω, καταστρέφω κάποιον επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δηλοῦμαι «πληγώνω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
συοδήλητος — ον, Α αυτός που φονεύθηκε από κάπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεο δήλητος, ξιφο δήλητος] … Dictionary of Greek